- βαθμονομώ
- καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ' ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -νομώ(-έω) < -νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.